ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ
A. ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
Στις 30 Ιανουαρίου γιορτάζουμε τη μνήμη των Τριών Ιεραρχών, όπως καθιερώθηκε από το 1100 μ.Χ. Η γιορτή τους, από το 1842, λέγεται και Γιορτή των Γραμμάτων, αφού οι Τρεις Ιεράρχες ήταν Μεγάλοι Δάσκαλοι αλλά και Πατέρες της Εκκλησίας.
Οι Τρεις Ιεράρχες είναι ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ήταν άνθρωποι μορφωμένοι, σοφοί, επιφανείς θεολόγοι με πλούσια κοινωνική και φιλανθρωπική προσφορά. Το έργο τους είναι τεράστιο και όλοι οι φτωχοί, οι άρρωστοι, τα ορφανά και οι ηλικιωμένοι έβρισκαν καταφύγιο κοντά τους. Η μεγάλη τους καρδιά γινόταν στέγη για όσους την είχαν ανάγκη. Μάλιστα ήταν τόση η καλοσύνη και η φιλανθρωπία τους, που δεν υπολόγισαν σε καμία περίπτωση τα επίγεια πλούτη τους. Πολλές φορές οι Ιεράρχες με τα ίδια τους τα χέρια, έδεναν τις πληγές των αρρώστων. Τίποτε δεν τους φόβιζε. Ακόμη και τους λεπρούς περιποιούνταν. Οι Τρείς Ιεράρχες ήταν και ιεραπόστολοι. Δίδασκαν τη Χριστιανική θρησκεία και το Λόγο του Κυρίου με πάθος, γεγονός που σε συνδιασμό με τη μεγάλη τους μόρφωση, τους έφερε αντιμέτωπους με βασιλιάδες και άρχοντες.
Β. Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Η΄ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
Γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου γύρω στο 330 μ.Χ., αλλά μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Οι πλούσιοι γονείς του φρόντισαν να πάρει μεγάλη μόρφωση. Σπούδασε στην Καισάρεια και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με τον αδελφικό του φίλο Γρηγόριο το Ναζιανζηνό. Ο Μέγας Βασίλειος θεμελίωσε τη Χριστιανική του Θεολογία, αντλώντας επιλεκτικά κείμενα από την αρχαιοελληνική και κυρίως από την πλατωνική φιλοσοφία. Καθημερινά δίδασκε τους ανθρώπους εξηγώντας το Ευαγγέλιο. Συμβούλευε τη νεολαία να διαβάζει την ελληνική ιστορία, μυθολογία, ποίηση και φιλοσοφία. Έγραψε πολλά βιβλία, επιστολές, κυρύγματα, ομιλίες, προσευχές και τη Θεία Λειτουργία που φέρει το όνομά του. Ιδρυσε μια ολόκληρη πόλη, που φέρει το όνομά του, τη Βασιλειάδα. Αποτελείται από ιδρύματα, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, ξενώνες, εργαστήρια, σχολεία, για τα οποία διέθεσε όλα του τα υπάρχοντα. Κατά το φοβερό λιμό του 367-368 έσωσε από βέβαιο θάνατο όλους τους φτωχούς της ευρύτερης περιοχής της Καισαρείας.
Ιστορική έμεινε η απάντηση που έδωσε στο φιλαρειανό απεσταλμένο του αυτοκράτορα, ύπαρχο Μόδεστο, όταν τον απείλησε αυστηρά με δήμευση της περιουσίας του, εξορία, βασανιστήρια και θάνατο: «Τίποτε από αυτά δε φοβάμαι» απάντησε ο Βασίλειος, «γιατί περιουσία δεν έχω παρά μόνο τα φτωχά μου ρούχα και λίγα βιβλία. Εξορία δε φοβάμαι, γιατί όλοι σ΄ αυτή τη ζωή είμαστε σαν τα πουλιά χωρίς μόνιμη στέγη. Βάσανα δε λογαριάζω, γιατί το ασθενικό μου σώμα γρήγορα θα πεθάνει. Κι ο θάνατος θα με φέρει πιο κοντά στο Θεό, για τον οποίο ζω και εργάζομαι». Εξαιτίας του φιλάσθενου οργανισμού του και του αφάνταστου κόπου του έργου του πέθανε νέος, μόλις 49 ετών, στις 31 Δεκεμβρίου του 378. Η κηδεία του έγινε την 1η Ιανουαρίου του 379 με πρωτοφανείς εκδηλώσεις σεβασμού και τιμής από εχθρούς και φίλους. Η Εκκλησία μας τον τιμάει ως Άγιο την 1η Ιανουαρίου και στις 30 του ίδιου μήνα, γιορτή των Τριών Ιεραρχών.
Γ. Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Γεννήθηκε το 345 στην Αντιόχεια της Συρίας. Πολύ νωρίς έμεινε ορφανός από τον πατέρα του και το βάρος της ανατροφής έπεσε στην μητέρα του, την ενάρετη Ανθούσα.
Μετά τις λαμπρές φιλοσοφικές και νομικές σπουδές του, ο Ιωάννης άσκησε στην Αντιόχεια το επάγγελμα του δικηγόρου. Γρήγορα όμως τον τράβηξαν οι θεολογικές σπουδές. Ο Ιωάννης δέχτηκε τη χάρη της ιεροσύνηςκαι υπηρέτησε την Εκκλησία. Με τα λαμπρά του κηρύγματα, εξού και Χρυσόστομος και κυρίως με το έξοχο παράδειγμά του μαγνήτιζε τις ψυχές των πιστών. Είχε κατορθώσει να τρέφει καθημερινά πάνω από 3000 φτωχούς. Η φήμη και το καλό όνομά του έγιναν ευρέως γνωστά σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και εξελέγει Αρχιεπίσκοπος. Στα φλογερά του κηρύγματα καλούσε σε ηθική ανόρθωση την κοινωνία και ασκούσε αυστηρή κριτική στον κλήρο και στους κυβερνώντες προκαλώντας τις αντιδράσεις της αυτοκράτειρας Ευδοξίας και των εκκλησιαστικών κύκλων. Εκθρονίστηκε και καταδικάστηκε σε εξορία, αλλά ο λαός πέτυχε την ματαίωσή της. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 πέθανε από τις κακουχίες και τις στερήσεις. Η Εκκλησία μας τιμάει την μνήμη του στις 13 Νοεμβρίου, στις 27 Ιανουαρίου και στις 30 Ιανουαρίου μαζί με τους άλλους δύο Ιεράρχες.
Δ. Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Η΄
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΑΖΙΑΝΖΙΝΟΣ
Ο Αγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 329μ.Χ. στην Αριανζό, κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, γι΄ αυτό και ονομάστηκε Ναζιανζηνός. Όπως και ο Άγιος Βασίλειος καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη Ναζιανζό και κατόπιν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Εκεί γνωρίστηκε με το Βασίλειο, που είχαν σχεδόν την ίδια ηλικία και συνδέθηκαν με αδελφική φιλία. Ύστερα από χρόνια μποροστά στην επιμονή του φίλου του και Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Βασιλείου, δέχτηκε και χειροτονήθηκε από τον ίδιο, Επίσκοπος της κωμόπολης των Σασίμων. Ο Γρηγόριος αναδείχτηκε το 380 Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Πρόεδρος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου. Από αυτή τη θέση, το 381, μαζί με άλλους άρχοντες της Εκκλησίας, στερέωσαν την Πίστη και την Ορθοδοξία συμπληρώνοντας το Σύμβολο της Πίστεως που άρχισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος. Για να εξασφαλίσει όμως την ειρήνη της Εκκλησίας παραιτήθηκε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την προεδρία της Συνόδου και επέστρεψε στον τόπο του όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του με προσευχή, διάβασμα, φιλανθρωπία και συγγραφή βιβλίων. Ασκεί μεγάλο κοινωνικό έργο καθώς βρίσκεται στο πλευρό του ποίμνιού του σε κάθε περίσταση και ανάγκη. Πέθανε το 390 μ.Χ. Η Εκκλησία μας τον κατέταξε ανάμεσα στους Αγίους της και τον τιμά ξεχωριστά στις 30 του ίδιου μήνα, γιορτή των Τριών Ιεραρχών.
Ε. ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
Και οι τρεις άνδρες ανέπτυξαν πλούσια φιλανθρωπική και κοινωνική δράση. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Βασιλειάδα, μια πόλη, ένα συγκρότημα από ορφανοτροφεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία και άλλα ευαγή ιδρύματα που ίδρυσε ο Βασίλειος. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει για το δημιούργημα του φίλου του: «μικρόν από της πόλεως πρόελθε και θέασαι την καινήν πόλιν, το της ευσεβείας ταμείων...», δηάδή: «βγες λίγο από την πόλη και θα δεις την καινούργια πόλη το ταμείο της ευσεβείας...». Και συνεχίζει αντιπαραβάλλοντας την Βασιλειάδα προς τα γνωστά θαύματα της αρχαιότητας και βρίσκοντάς την ανώτερη από αυτά. «Τι μοι προς τούτο το έργον επτάπυλοι Θήβαι και Αιγύπτιοι και τείχη βαβυλώνια και Μαυσώλου καρικός τάφος και πυραμίδες και κολοσσού χαλκός άμετρος ή νών μεγέθη και κάλλη των μηκέτι όντων αλλά τε όσα θαυμάζουσιν άνθρωποι και ιστορίαις διδόασι...», δηλαδή: «τι είναι λοιπόν μπροστά σε αυτό το έργο οι επτάπυλες Θήβες και τα έργα των Αιγυπτίων και τα τείχη της Βαβυλώνας και ο τάφος του Μαυσωλού, το γνωστό Μαυσωλείο και οι πυραμίδες και ο χαλκός του Κολοσσού της Ρόδου που δεν μπορεί να μιμηθεί; Χάρη στη Βασιλειάδα δεν είναι δυνατό να δει κανείς πια ασθενή ή φτωχό να περιπλανάται στους δρόμους με θρήνους διωγμένος από όλους». Και πράγματι όλα τα θαύματα της αρχαιότητας χτίστηκαν για να ικανοποιήσουν και να θρέψουν την εγωπάθεια και μεγαλομανία μερικών τυράννων. Ενώ το θαύμα του Βασίλειου, η Βασιλειάδα, χτίστηκε για να υπηρετήσει τον πλησίον, τον φτωχό και κατατρεγμένο αδελφό. Η Βασιλειάδα θεωρείται απ΄ τους ιστορικούς το πρώτο οργανωμένο νοσοκομείο, η πρώτη συστηματικά οργανωμένη-δομημένη φιλανθρωπική προσπάθεια, η μήτρα του θεσμού της κοινωνικής πρόνοιας. Κλείνοντας συμπεραίνει κανείς ότι οι Τρεις Ιεράρχες έδειξαν με τη ζωή και το έργο τους ότι η πίστη προς το Θεό και η αφειδώλευτη αγάπη προς τον συνάνθρωπο συμβαδίζουν.